ΠΩΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΝΤΑΙ ΝΟΜΙΚΑ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΜΕ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗ Η’ ΨΥΧΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ;

Πώς προστατεύονται νομικά οι ενήλικοι όταν, για λόγους που αφορούν ιδίως στην ψυχική ή διανοητική τους υγεία, στερούνται την ικανότητα να φροντίσουν τον εαυτό τους και να επιμεληθούν των προσωπικών ή περιουσιακών υποθέσεών τους; Πώς θα ενεργήσει η οικογένεια προσώπων με παθήσεις, ψυχικές ή πνευματικές, που επηρεάζουν την ικανότητά τους να λαμβάνουν αποφάσεις και να δρουν αυτόνομα;

Ο Νόμος προβλέπει τον θεσμό της δικαστικής συμπαράστασης, δηλαδή την ανάθεση της εξουσίας διαχείρισης των προσωπικών και περιουσιακών υποθέσεων του πάσχοντος σε άλλο πρόσωπο, το οποίο οφείλει να ενεργεί αποκλειστικά προς το συμφέρον του συμπαραστατέου. Αναλόγως της έκτασης και του είδους της εξουσίας που ανατίθεται στο δικαστικό συμπαραστάτη για τη διαχείριση των υποθέσεων του υπό συμπαράσταση προσώπου, η δικαστική συμπαράσταση διακρίνεται σε πλήρη ή μερική (με κριτήριο το αν αφορά στο σύνολο ή μέρος των υποθέσεων του ατόμου) και σε στερητική ή επικουρική (με κριτήριο το αν το υπό συμπαράσταση και πάσχον πρόσωπο συμπράττει με τον δικαστικό συμπαραστάτη ή αν ο δικαστικός συμπαραστάτης τον υποκαθιστά πλήρως).

Για τη θέση ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση αρμόδιο να αποφασίσει είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου κατοικίας ή συνήθους διαμονής του συμπαραστατούμενου (άρθρο 1667 Α.Κ.), το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της Εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 και 740 Κ.Πολ.Δ). Την υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση μπορούν να ζητήσουν, όπως περιοριστικά αναφέρει ο νόμος, είτε ο σύζυγος, είτε τα τέκνα, είτε οι γονείς του πάσχοντος προσώπου, κοινοποιώντας τη σχετική τους αίτηση στον αρμόδιο Εισαγγελέα και την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία. Σε περίπτωση που λοιπά οικεία πρόσωπα (λ.χ. αδέλφια, ή άλλα φιλικά πρόσωπα) ενδιαφέρονται να προστατεύσουν τον πάσχοντα και συμπαραστατέο, θα πρέπει να ζητήσουν την παρέμβαση του Εισαγγελέα, μέσω του οποίου θα υποβάλλουν τη σχετική αίτηση.

Η αίτηση για τη θέση σε δικαστική συμπαράσταση κοινοποιείται και στην αρμόδια Κοινωνική Υπηρεσία προκειμένου να συνταχθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 1674 ΑΚ έκθεση. Στην περίπτωση της μη υποβολής της έκθεσης της αρμόδιας Κοινωνικής Υπηρεσίας, το Δικαστήριο προχωρά στην ουσιαστική έρευνα της αίτησης χωρίς αυτήν, καθόσον στο άρθρο 19 § 4 του Ν. 2521/1997 ορίζεται ότι, αν η έκθεση, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν είναι δεσμευτική, αλλά απλώς συνεκτιμάται, δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα, το δικαστήριο δικάζει χωρίς αυτήν και συνεπώς, η παράλειψη προσαγωγής της δε δημιουργεί τυπικό απαράδεκτο για τη συζήτηση της υπόθεσης και την έκδοση σχετικής απόφασης.

Η διαδικασία για τη θέση ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση δεν είναι σήμερα ιδιαιτέρως χρονοβόρα, ωστόσο –δεδομένου ότι για την έναρξη του λειτουργήματος του δικαστικού συμπαραστάτη απαιτείται η απόφαση να καταστεί τελεσίδικη, συνήθως στο αίτημα της κυρίας αγωγής σωρεύεται και αίτημα ορισμού προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη που συνοδεύεται από τη στοιχειοθέτηση του κατεπείγοντος χαρακτήρα λόγω του κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης των συμφερόντων του συμπαραστατέου προσώπου.

Με δεδομένο ότι, προκειμένου το Δικαστήριο να αχθεί σε οριστική δικαστική κρίση, θα πρέπει να προσκομισθούν αποδεικτικά στοιχεία (ιατρικές γνωματεύσεις αρμόδιων ιατρών, ιατρικές εξετάσεις από δημόσια νοσοκομεία, κ.α.) από τα οποία αβίαστα θα προκύπτει η συνδρομή των ειδικότερων λόγων για τη θέση σε δικαστική συμπαράσταση και τα οποία θα είναι ικανά για το σχηματισμό δικαστικής πεποίθησης, θα πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στο αποδεικτικό σκέλος της διαδικασίας. Η κατάθεση μάρτυρα στο ακροατήριο, εις επίρρωσιν των αποδεικτικών εγγράφων, λειτουργεί συνήθως επιβοηθητικά της όλης διαδικασίας. Σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι -εκ των ενόντων- δεν είναι σε θέση να συνάγει ασφαλή κρίση για τη θέση σε δικαστική συμπαράσταση, θα αναβάλει την έκδοση οριστικής κρίσης και θα ζητήσει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης.

Εφόσον το Δικαστήριο δεχθεί ότι πράγματι συντρέχουν οι ειδικότεροι λόγοι που επικαλείται ο αιτών, ο πάσχων θα κηρυχθεί υπό δικαστική συμπαράσταση, θα ορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης και εποπτικό συμβούλιο το οποίο θα απαρτίζεται από 3 έως 5 άτομα. Το διατακτικό της απόφασης καταχωρείται εν περιλήψει σε ειδικό βιβλίο που τηρείται στην Γραμματεία κάθε Πρωτοδικείου. Η καταχώρηση γίνεται αλφαβητικά βάσει του επωνύμου του υπό συμπαράσταση προσώπου.

Για περισσότερες πληροφορίες παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας.

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΞΩΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΗ: ΠΟΙΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΠΑΡΕΧΕΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΣΤΟΝ ΕΚΜΙΣΘΩΤΗ ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΑΜΥΝΑΣ ΤΟΥ ΜΙΣΘΩΤΗ;

Η μισθωτική διαφορά αποτελεί μία από τις συχνότερες δικαστικές διενέξεις που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Αρκετά συχνά ο εκμισθωτής- παρά τις τυχόν προσπάθειες του μισθωτή να καταβάλει το μίσθωμα- βρίσκεται αντιμέτωπος με την απώλεια μισθωμάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα και πρέπει να ζητήσει την καταβολή των μισθωμάτων και την απόδοση του μισθίου ακινήτου. Σε αυτές τις περιπτώσεις,  έχει τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ των ακόλουθων διαδικασιών:  (α) της έκδοσης διαταγής απόδοσης του μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων, ή  β) της άσκησης αγωγής για την απόδοση του μισθίου και την πληρωμή των μισθωμάτων.  Κατόπιν των αλλαγών που επέφερε ο ν.4335/2015 στη σχετική διαδικασία, παραθέτουμε κατωτέρω τα βασικά γνωρίσματα των ως άνω διαδικασιών.

Α. Διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων:
Ποια είναι τα δικαιώματα του εκμισθωτή;

Η διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων πρόκειται για μία απλή διαδικασία που διακρίνεται από ταχύτητα και στην οποία δεν απαιτείται καμία συζήτηση σε ακροατήριο. Ο χρόνος έκδοσης της διαταγής απόδοσης του μισθίου είναι αρκετά σύντομος και ανέρχεται κατά κανόνα σε είκοσι ημέρες. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να σημειωθεί ότι, με την ως άνω διαταγή, μπορεί επίσης να ζητηθεί η καταβολή κοινοχρήστων δαπανών και λογαριασμών ρεύματος κλπ., εφόσον η εξόφλησή τους αποδεικνύεται εγγράφως.

Προϋποθέσεις:

Οι προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγής απόδοσης χρήσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων είναι οι ακόλουθες:

  • Καθυστέρηση καταβολής μισθωμάτων λόγω δυστροπίας
  • Συμφωνητικό μίσθωσης
  • Να έχει πραγματοποιηθεί η επίδοση έγγραφης εξώδικης όχλησης από τον εκμισθωτή προς τον μισθωτή τουλάχιστον δεκαπέντε ημέρες πριν την υποβολή αίτησης για την έκδοση της ως άνω διαταγής. Με την εξώδικη όχληση ο μισθωτής καλείται να εξοφλήσει τα οφειλόμενα μισθώματα ή/και τυχόν οφειλές από κοινόχρηστες δαπάνες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εάν ο μισθωτής καταβάλει τις οφειλές του εντός του δεκαπενθημέρου  δεν  μπορεί να εκδοθεί η διαταγή, εκτός αν υπάρχει επανειλημμένη καθυστέρηση του μισθωτή από δυστροπία. Τέτοια δυστροπία έχει κριθεί νομολογιακά ότι υφίσταται όταν π.χ. υπάρχει καθυστέρηση σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις και ο ιδιοκτήτης έχει αποδεδειγμένα διαμαρτυρηθεί, χωρίς να είναι απαραίτητο να έχουν κινηθεί δικαστικές διαδικασίες. Σύμφωνα δε με πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου, η οικονομική δυσχέρεια του μισθωτή δεν αποτελεί εύλογη αιτία μη καταβολής ενός μισθώματος.
  • Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, δεν υφίσταται πλέον η υποχρέωση υποβολής προς το Δικαστήριο πιστοποιητικού ότι δηλώθηκαν τα μισθώματα της τελευταίας διετίας. Δεν απαιτείται ούτε η προσκόμιση πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ για την έκδοση διαταγής απόδοσης χρήσης μισθίου.

Η διαταγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου καθίσαται εκτελεστή είκοσι ημέρες μετά την επίδοσή της με δικαστικό επιμελητή από τον εκμισθωτή στον μισθωτή. Δηλαδή, είκοσι ημέρες μετά την επίδοσή της, ο ιδιοκτήτης μπορεί να προχωρήσει στην αποβολή του μισθωτή από το μίσθιο με τη συνδρομή του δικαστικού επιμελητή. Στην περίπτωση που βρεθούν πράγματα του μισθωτή στο μίσθιο, μετά από την καταγραφή του τους από τον δικαστικό επιμελητή, ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να τα φυλάξει για χρονικό διάστημα έξι μηνών.

Επισημαίνεται ότι, μετά την κατάργηση εκχώρησης των ανείσπρακτων μισθωμάτων στο Δημόσιο, δεν υπολογίζονται στο φορολογητέο εισόδημα τα εισοδήματα από ανείσπρακτα μισθώματα του προσώπου που δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα, εφόσον έως την προθεσμία υποβολής της ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, έχει εκδοθεί κατά του μισθωτή διαταγή πληρωμής ή διαταγή απόδοσης χρήσης μισθίου ή έχει ασκηθεί εναντίον του μισθωτή αγωγή αποβολής ή καταβολής μισθωμάτων.

Ποια είναι τα δικαιώματα του μισθωτή;

Σε περίπτωση που επιδοθεί διαταγή πληρωμής μισθωμάτων και απόδοσης του μισθίου, ο μισθωτής έχει δικαίωμα εντός δεκαπέντε εργασίμων ημερών να ασκήσει κατά αυτής το ένδικο βοήθημα της ανακοπής. Οι λόγοι της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής και απόδοσης μπορούν να αναφέρονται σε ζητήματα τυπικής νομιμότητας της ως άνω διαταγής, αλλά και σε ζητήματα της εσωτερικής τους σχέσης π.χ. να αποδειχθεί ότι δεν οφείλονται μισθώματα λόγω εξόφλησης.

Ωστόσο,  η άσκηση ανακοπής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής και θα πρέπει επίσης να υποβληθεί ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου αίτηση αναστολής με αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής. Το Δικαστήριο θα χορηγήσει την αναστολή της εκτέλεσης της διαταγής απόδοσης του μισθίου εφ’ όσον πιθανολογήσει ότι θα ευδοκιμήσει η ανακοπή που έχει ασκηθεί από τον μισθωτή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση και κατόπιν σχετικού αιτήματος του μισθωτή, αναστέλλεται η εκτέλεση της διαταγής απόδοσης μέχρι την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου επί της ανακοπής.

Β) Άσκηση αγωγής:
Ποια είναι τα δικαιώματα του εκμισθωτή;

Αρκετές φορές δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγής πληρωμής μισθωμάτων και απόδοσης μισθίου, π.χ. όταν δεν αποδεικνύεται η μίσθωση με έγγραφη συμφωνία. Σε αυτές τις περιπτώσεις,  ο ιδιοκτήτης μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του μισθωτή με αίτημα την απόδοση του μισθίου. Σε αντίθεση με την διαταγή απόδοσης μισθίου και καταβολής μισθωμάτων, η άσκηση της αγωγής είναι χρονοβόρα και δαπανηρή καθώς απαιτείται παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου και πολύμηνη αναμονή μέχρι την έκδοση της σχετικής απόφασης.

Ποια είναι τα δικαιώματα του μισθωτή;

Όπως προαναφέραμε, η εκδίκαση της αγωγής απαιτεί  ένα σημαντικό χρονικό διάστημα για να εκδοθεί η σχετική απόφαση. Μέχρι να εκδοθεί απόφαση ο μισθωτής δεν υποχρεούται εκ του Νόμου να αποχωρήσει από το μίσθιο. Η δε άμυνα του ενοικιαστή στην περίπτωση της αγωγής περιλαμβάνει την προβολή κατά την διάρκεια της δίκης ισχυρισμών εξόφλησης της οφειλής κλπ. Το δικαίωμα του μισθωτή να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης αποτελεί έναν επιπλέον λόγο που η ως άνω διαδικασία καθίσταται ιδιαιτέρως χρονοβόρα.

Κατόπιν των ανωτέρω, συμπεραίνουμε ότι, όταν ο εκμισθωτής ενός ακινήτου βρεθεί αντιμέτωπος με καταστάσεις μη πληρωμής μισθωμάτων, θα πρέπει να ζυγίσει τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα κάθε διαδικασίας προκειμένου να επιλέξει ποια είναι η καταλληλότερη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθηθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση.

ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ: ΜΙΑ ΝΕΑ ΚΑΙ ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΜΟΡΦΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

 

Οι Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρίες (ΙΚΕ), γνωστές και ως «εταιρίες του ενός ευρώ»,  οι οποίες, λόγω του ελάχιστου κόστους που απαιτείται για τη σύστασή τους και της απλοποίησης της λειτουργίας τους, καλύπτουν τις ανάγκες της μικρομεσαίας επιχείρησης με την ίδρυση ενός πιο ευέλικτου και απλού εταιρικού τύπου και αρκετά συχνά αποτελούν την επιλογή αυτών που θέλουν να συστήσουν μία εταιρεία.

Η εταιρική αυτή μορφή θεσπίστηκε  με τον Ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α’ 86 , άρθρα 43-120) και έχει τα ακόλουθα βασικά γνωρίσματα:

Σύσταση

Η ΙΚΕ μπορεί να συσταθεί και με ιδιωτικό έγγραφο από ένα ή περισσότερα πρόσωπα μέσω της αρμόδιας Υπηρεσίας μίας Στάσης του ΓΕΜΗ. Η σύσταση της ΙΚΕ γίνεται υποχρεωτικά με συμβολαιογραφική πράξη μόνο αν αυτό επιβάλλεται από ειδική διάταξη νόμου, όπως όταν εισφέρεται στην ΙΚΕ δικαίωμα επί ακινήτου. Εφόσον ο φάκελος με τα υποβαλλόμενα δικαιολογητικά είναι πλήρης, η σύσταση της ΙΚΕ γίνεται αυθημερόν.

Με την καταχώρηση της  ΙΚΕ στο ΓΕΜΗ , αυτή αποκτά νομική προσωπικότητα. Η ΙΚΕ υποχρεούται να αποκτήσει εταιρική ιστοσελίδα εντός μηνός από τη σύστασή της. Όλες οι τροποποιήσεις του καταστατικού (π.χ. εταιρικών μεταβολών, αλλαγής διεύθυνσης, σκοπού κλπ) δημοσιεύονται αποκλειστικά διαμέσου του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (Γ.Ε.ΜΗ) ή της εταιρικής ιστοσελίδας, χωρίς την παρουσία συμβολαιογράφου και την υποχρέωση δημοσίευσης σε ΦΕΚ. Τέλος, η διάρκεια της ΙΚΕ είναι ορισμένου χρόνου και εάν δεν ορίζεται στο καταστατικό, θεωρείται δωδεκαετής .

Κατώτατο όριο κεφαλαίου ενός (1) ευρώ

Το καταβαλλόμενο κεφάλαιο σύστασης μπορεί να ανέρχεται στο ελάχιστο ποσό του ενός (1) ευρώ, που αντιστοιχεί  σε ένα εταιρικό μερίδιο.

Έδρα

Η ΙΚΕ έχει την έδρα της στον τόπο που αναφέρεται στο καταστατικό της, αλλά δεν υποχρεούται να έχει την καταστατική της έδρα στην Ελλάδα. Επίσης,  δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτει η καταστατική έδρα με την πραγματική έδρα της ΙΚΕ.

Διαχειριστής

Διαχειριστής της ΙΚΕ μπορεί να είναι μόνο φυσικό πρόσωπο , εταίρος ή μη.

Σκοπός της ΙΚΕ

Όπως ορίζει ό Νόμος, η ΙΚΕ μπορεί να ασκεί κάθε είδους επιχειρηματική δράση, εκτός εκείνων των δραστηριοτήτων για την άσκηση των οποίων έχει ορισθεί από τον νόμο αποκλειστικά άλλη εταιρική μορφή. Η ΙΚΕ μπορεί να έχει ως αντικείμενο και σκοπό μη εμπορικό, αλλά εάν ο σκοπός της είναι παράνομος ή αντίκειται στη δημόσια τάξη κηρύσσεται άκυρη με απόφαση του δικαστηρίου.

Επωνυμία της ΙΚΕ

Τα σχετικά άρθρα του Νόμου επίσης ορίζουν τα ακόλουθα: Η επωνυμία της ΙΚΕ σχηματίζεται είτε από το όνομα ενός ή περισσότερων εταίρων είτε από το αντικείμενο της επιχείρησης που ασκεί. «Φανταστική» επωνυμία είναι, επίσης, επιτρεπτή. Στην επωνυμία πρέπει να περιέχονται οι λέξεις ολογράφως «Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία» ή σε συντομία «ΙΚΕ». Αν η εταιρεία είναι μονοπρόσωπη, στην επωνυμία προστίθεται και η λέξη «Μονοπρόσωπη». Στην αγγλική γλώσσα προστίθενται οι λέξεις «Private Company» ή η ένδειξη «PC» και στη μονοπρόσωπη οι λέξεις «Single Member Private Company» .

Ευθύνη εταίρων

Για τις εταιρικές υποχρεώσεις ευθύνεται μόνο η εταιρεία με την περιουσία της. Εξαίρεση υπάρχει μόνο για τους εταίρους που έχουν εισφέρει εγγυητικές εισφορές που ευθύνονται για τα εταιρικά χρέη μέχρι του ποσού που έχουν εγγυηθεί.

Συνεπώς, κατά αυτό τον τρόπο, η Ι.Κ.Ε. πλεονεκτεί έναντι των άλλων εταιρικών μορφών καθώς παρουσιάζει μία ευελιξία σε σύγκριση με τις προσωπικές εταιρείες, (ΟΕ-ΕΕ) , όπου ο ομόρρυθμος εταίρος ευθύνεται απεριόριστα και εις ολόκληρον για τα χρέη της εταιρείας.

Εισφορές εταίρων

Ειδικότερα οι εισφορές των εταίρων της ΙΚΕ μπορεί να είναι τριών ειδών : (α) κεφαλαιακές εισφορές σε μετρητά ή σε είδος , που σχηματίζουν το εταιρικό κεφάλαιο, (β) εξωκεφαλαιακές εισφορές, οι οποίες συνίστανται σε παροχές που δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κεφαλαιακής εισφοράς, όπως απαιτήσεις που προκύπτουν από την ανάληψη εκτέλεσης εργασιών ή παροχής υπηρεσιών) και (γ) εγγυητικές εισφορές, οι οποίες συνίστανται στην ανάληψη ευθύνης έναντι των τρίτων για χρέη της εταιρείας μέχρι το ποσό που ορίζεται στο καταστατικό . Η αξία των εν λόγω εισφορών καθορίζεται στο καταστατικό.

Η ποικιλομορφία του τρόπου με τον οποίο καταβάλλονται οι εισφορές αποτελεί μία από τις βασικότερες καινοτομίες της ΙΚΕ και εισάγει μία εξαίρεση στην έως και σήμερα υποχρέωση που υπάρχει στις λοιπές εταιρικές μορφές  για την καταβολή εισφορών μόνο σε μετρητά και σε είδος.

Τα εταιρικά μερίδια και η μεταβίβασή τους

Όλα τα είδη εισφορών (κεφαλαιακών – εξωκεφαλαιακών – εγγυητικών) διαιρούνται σε εταιρικά μερίδια της αυτής ονομαστικής αξίας. Όμως, σε κάθε εταιρικό μερίδιο αντιστοιχεί ένα μόνο είδος εισφοράς (είτε κεφαλαιακής είτε εξωκεφαλαιακής είτε εγγυητικής). Δεν είναι δυνατό το ίδιο μερίδιο να αντιστοιχεί κατά ένα μέρος της αξίας του π.χ. σε κεφαλαιακή και κατ’ άλλο μέρος σε εξωκεφαλαιακή ή εγγυητική εισφορά. O αριθμός των μεριδίων κάθε εταίρου είναι υποχρεωτικά ανάλογος προς την αξία της εισφοράς του. Δεν απαιτείται να εμφανίζονται σε μία ΙΚΕ και τα τρία είδη εισφορών ή στην ίδια αναλογία. Oι εταίροι μπορούν να επιλέξουν ένα κεφαλαιουχικό σχήμα, με αποκλειστικά και μόνο κεφαλαιακές εισφορές ή να διαμορφώσουν στο καταστατικό ένα σύστημα με έντονα προσωπικά στοιχεία, όπως παροχή εργασίας και ανάληψη ευθύνης για τα χρέη της εταιρείας. Στην ΙΚΕ πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ένα εταιρικό μερίδιο που να εκπροσωπεί κεφαλαιακή εισφορά.

H μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων που αντιστοιχούν σε όλα τα είδη των εισφορών ­είτε εν ζωή είτε αιτία θανάτου­ είναι ελεύθερη. Ομως, εταίρος με μερίδια που αντιστοιχούν σε εξωκεφαλαιακή ή εγγυητική εισφορά, που δεν έχει εξ ολοκλήρου καταβληθεί, δεν επιτρέπεται να μεταβιβάσει τα μερίδιά του αυτά, εκτός αν εξαγοράσει τις υποχρεώσεις του. Υπόψη, όμως, και οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Ν. 2238/94, που προβλέπουν ότι πριν από τη μεταβίβαση εταιρικών μεριδίων υπάρχει υποχρέωση υποβολής στην οικεία ΔOY δήλωσης απόδοσης του φόρου, με συντελεστή 20%, επί του κέρδους ή της ωφέλειας που πραγματοποιεί ο μεταβιβάζων.

Ασφάλιση μελών και διαχειριστών ΙΚΕ

Στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ υπάγονται α) υποχρεωτικά οι διαχειριστές της ΙΚΕ και β) ο μοναδικός εταίρος μονοπρόσωπης ΙΚΕ και β) προαιρετικά, οι εταίροι της πολυπρόσωπης ΙΚΕ.

Φορολογία της ΙΚΕ

Στα κέρδη που διανέμουν οι ΙΚΕ (τα οποία έχουν φορολογηθεί στην πηγή με συντελεστή 26% κατά τα άνω) γίνεται παρακράτηση φόρου με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%). Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για παραπάνω εισοδήματα. O φόρος που παρακρατήθηκε αποδίδεται στην οικεία ΔOY εφάπαξ με δήλωση που υποβάλλεται μέσα στον επόμενο μήνα από αυτόν, στον οποίο έγινε η παρακράτηση.